Перевод: со всех языков на русский

μαθαίνω τα ελληνικά

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • μαθαίνω — έμαθα, μαθεύτηκα, μαθημένος 1. αμτβ., πληροφορούμαι κάτι, διδάσκομαι, αποχτώ πείρα ή γνώση: Έμαθα τα νέα και χάρηκα πολύ. 2. μτβ., παρέχω γνώσεις σε κάποιον, διδάσκω: Μας έμαθε σωστά ελληνικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • ελληνίζω — (AM ἑλληνίζω) νεοελλ. μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ. αρχ. μσν. γίνομαι ειδωλολάτρης αρχ. 1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά 2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό τής ελληνικής γλώσσας 3. μιλώ την κοινή Ελληνική 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»